- φιλόστοργος
- φιλόστοργοςloving tenderlymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόστοργος — η, ο / φιλόστοργος, ον, ΝΜΑ γεμάτος στοργή, τρυφερός, στοργικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόστοργον η φιλοστοργία. επίρρ... φιλοστόργως ΝΜΑ, και φιλόστοργα Ν με φιλοστοργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + στοργος (< στοργή), πρβλ. κατά στοργος] … Dictionary of Greek
φιλόστοργος — η, ο επίρρ. α αυτός που αγαπάει στοργικά, ο γεμάτος στοργή, ο στοργικός, ο τρυφερός (ιδίως για γονείς, παιδιά, αδέρφια) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοστοργότερον — φιλόστοργος loving tenderly adverbial comp φιλόστοργος loving tenderly masc acc comp sg φιλόστοργος loving tenderly neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοστοργότατα — φιλόστοργος loving tenderly adverbial superl φιλόστοργος loving tenderly neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοστοργότατον — φιλόστοργος loving tenderly masc acc superl sg φιλόστοργος loving tenderly neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοστόργως — φιλόστοργος loving tenderly adverbial φιλόστοργος loving tenderly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόστοργον — φιλόστοργος loving tenderly masc/fem acc sg φιλόστοργος loving tenderly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοστοργοτάτου — φιλόστοργος loving tenderly masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοστοργοτάτῳ — φιλόστοργος loving tenderly masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοστοργοτέρους — φιλόστοργος loving tenderly masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)